αξέσπαστος

αξέσπαστος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει ξεσπάσει, δεν έχει εκδηλωθεί («βόσκεις αξέσπαστους θυμούς και κρατημένα μίση», Κ. Παλαμάς).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”